ένδιος

ένδιος
ἔνδιος, -ον (Α)
1. μεσημεριάτικος («ἔνδιοι ἱκόμεσθ' ἱερόν ῥόον, Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται στη διάρκεια τής ημέρας
3. ο προερχόμενος από τον ουρανό («ὕδατος ἐνδίοιο»)
4. μετέωρος («κλῶνες... ἔνδιοι»)
5. φρ. «ἔνδιον ἦμαρ» — το μεσημέρι
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνδιον
α) μεσημέρι
β) απόγευμα
γ) φωλιά
δ) έδρα («σοὶ δὲ ἔνδιον... Πιτάνη»)
ε) φρ. «λιπαρῆς ἔνδιον εὐφροσύνης» — ο ληνός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἔνδιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνδιος — ἔνδῑος , ἔνδιος at midday masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνδίοιο — Ἔνδιος masc gen sg (epic) Ἔνδιος neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνδίοις — Ἔνδιος masc dat pl Ἔνδιος neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνδίου — Ἔνδιος masc gen sg Ἔνδιος neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνδίῳ — Ἔνδιος masc dat sg Ἔνδιος neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔνδιον — Ἔνδιος masc acc sg Ἔνδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνδίους — Ἔνδιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔνδια — Ἔνδιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔνδιοι — Ἔνδιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”